τουρμπίνα

τουρμπίνα
(από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται βασικά από ένα μεγάλο τροχό και από έναν άξονα. Στην περιφέρεια του τροχού βρίσκονται τα πτερύγια, επάνω στα οποία διοχετεύεται με ορμή το νερό (ή ένα αέριο) για να κινηθούν μαζί με όλο τον τροχό και τον άξονα. Ο άξονας συνδέεται με ηλεκτρογεννήτρια. Οι τ. που κινούνται με ρεύμα νερού ονομάζονται υδροστρόβιλοι, ενώ όσες κινούνται με ατμό ή με αέριο ονομάζονται, αντίστοιχα, ατμοστρόβιλοι και αεριοστρόβιλοι. Οι κινητήρες τ. έχουν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλου είδους κινητήρες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ρεύματος, στην κίνηση αεροπλάνων κλπ. Συσκευή που κατασκεύασε ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (130 π.Χ.) θεωρείται ο πρόδρομος του ατμοστρόβιλου αντίδρασης. Το 1850 ο Άγγλος επιστήμονας Τ. Φράνσις επινόησε υδροστρόβιλο με ασύμμετρα πτερύγια. Ο υδροστρόβιλος Πέλτον (από το όνομα του Αμερικανού εφευρέτη του) έχει απόδοση 70-90%. Τουρμπίνα αεροπλάνου Βoeing 777 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
τεχνολ. ο στρόβιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turbine < λατ. turbo, -inis «στρόβιλος, δίνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τουρμπίνα — η (λ. γαλλ.), στρόβιλος μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …   Dictionary of Greek

  • τουρμπινοκίνητος — η, ο, Ν στροβιλοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρμπίνα + κίνητος (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροκίνηση — η, Ν (γεωλ. εδαφολ.) μετακίνηση προς την επιφάνεια τού υλικού τών βαθύτερων στρωμάτων τών υποεπιφανειακών σχηματισμών στη γύρω από τους παγετώνες ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. cryoturbation < cryo (< κρύος) + turb[ation] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”